- ἔκφυγεν
- ἐκφεύγωaor ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μόγις — και αιολ. τ. μύγις (Α) επίρρ. μόλις και μετά βίας, δύσκολα («μόγις δὲ μευ ἔκφυγεν ὁρμήν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μόγος «πόνος, ταλαιπωρία» + επιρρμ. κατάλ. ις (πρβλ. μέχρι(ς), χωρίς, μόλις)] … Dictionary of Greek